Η σειρά βασίζεται στην παρατήρηση των ανθρώπων που συνωστίζονται σε μια παραλία στη διάρκεια των θερινών διακοπών, που για πολλά χρόνια περνάει ο ζωγράφος στο ίδιο μέρος. Στις διακοπές αυτές το σημειωματάριο για τα σχέδια είναι από τα βασικά αντικείμενα του εξοπλισμού του. Η φωτογραφική μηχανή συμπληρώνει την καταγραφή ακινητοποιώντας τις εικόνες, ώστε αυτές να ανασυρθούν από τη μνήμη και να παγιώσουν (ή να παγώσουν) τις αναμνήσεις από τις εξαιρετικές αυτές μέρες, ρωγμή στην κανονικότητα του ετήσιου εργασιακού κύκλου. Η εικαστική απόδοση όμως υπερβαίνει τη φωτογραφική καταγραφή, γίνεται επεξεργασμένη εικόνα, που μαρτυρά τη βίωση της πραγματικότητας μέσα από το σύνολο των σκέψεων και των συναισθημάτων. Σε ένα νησί: ένα αρχαίο λατομείο, δύο αρχαϊκοί ναοί, δύο παλαιοχριστιανικές βασιλικές σε μια πευκόφυτη μικρή χερσόνησο γίνεται το θέατρο όπου θα παιχτεί το έργο των διακοπών. Οι πίνακες θέτουν το ερώτημα: Γιατί κάποιος πηγαίνει στη θάλασσα; Για να απολαύσει, καθώς όλες οι αισθήσεις ενεργοποιούνται, το χρώμα της θάλασσας και του ουρανού, τον ήχο των κυμάτων, τη μυρωδιά από τα πεύκα και το ιώδιο, την αρμύρα στα χείλη, τη δροσιά του νερού. Η γλυκιά κούραση από την κίνηση στη θάλασσα συμπληρώνεται από την αποχαύνωση της ηλιοθεραπείας. Για όλα αυτά οργανώνεται η εξόρμηση στην παραλία. Φορτώνεται το αυτοκίνητο με τα απαραίτητα και οι παραθεριστές φτάνουν περίπου την ίδια ώρα φουριόζοι και βιαστικοί για να περάσουν μια ευτυχισμένη ημέρα των διακοπών κοντά στη φύση. Σε μια φύση που, ενώ είναι πανίσχυρη και επικίνδυνη, έχει διαμορφωθεί ειδικά για αυτούς και είναι πια τιθασευμένη, υποταγμένη, προσαρμοσμένη και κυρίως αξιοποιημένη και εμπορεύσιμη.
Οι εικόνες που προέκυψαν από τις διακοπές του ζωγράφου είναι και αυτές ένα είδος «διακοπών» από τη δρομολογημένη πορεία της εικαστικής του αναζήτησης. Αναδύθηκαν ως αναμνήσεις των καλοκαιρινών εμπειριών μέσα από τη μαύρη επιφάνεια του πίνακα υπαινισσόμενες τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο φως και τη σκιά που το καλοκαίρι φτάνει στα άκρα της. Αυτά τα δύο συστατικά δομούν τις μορφές αποκαλύπτοντας τις ιδιαιτερότητές τους, ακόμα και όταν κάποια σημεία τους μένουν σκοτεινά. Τα χρώματα έχουν την ένταση των χρωμάτων μιας καλοκαιρινής μέρας, διαβαθμίζονται όμως φτάνοντας μέχρι και στην μονοχρωματική απόδοση των μορφών. Οι λουόμενοι σχεδιάζονται αδρά αλλά και με έναν ιδιότυπο ρεαλισμό που τονίζει την ουσιαστική λεπτομέρεια, εκφράζει, σχολιάζει, ίσως και να διακωμωδεί, χωρίς όμως να εξιδανικεύει ούτε και να ωραιοποιεί. Τα έργα του Σωτήρη Λιούκρα, αν και έχουν ως αφετηρία τους στιγμιότυπα, παραπέμπουν σε γενικές έννοιες και σχολιάζουν την ανθρώπινη κατάσταση: Ο κύκλος των ενηλίκων γύρω από το μωρό στην άμμο ως ένα είδος κύκλου της ζωής. Η βαριά φιγούρα της ηλικιωμένης λουόμενης με στραμμένη την πλάτη στη θάλασσα ανάμεσα στις σιλουέτες των νεότερων γυναικών που την κυκλώνουν και κατευθύνονται προς το υγρό στοιχείο, ως την αναπόφευκτη πορεία της φθοράς. Το ηλικιωμένο και το νεότερο ζευγάρι με τον άνδρα και τη γυναίκα να αλείφουν ο ένας την πλάτη του άλλου ως συντροφικότητα, το παιχνίδι των ρόλων ανάμεσα στα φύλα και τις μεταλλάξεις του με το πέρασμα της ηλικίας. Οι ανδρικές φιγούρες που στέκονται αμήχανα πάνω στην κίτρινη άμμο σαν να έχουν αναδυθεί από το φως ή σαν να πρόκειται να τους καταπιεί το σκοτάδι, ως «φρούτα της θάλασσας» ή χωρίς στόχο «Πολίτες του Καλαί». Τα παιδιά με τη μπάλα και το παιχνίδι που διακόπηκε ως αναζήτηση και εξερεύνηση. Οι πυκνές ομάδες των λουομένων που φαίνονται απασχολημένοι με την εγκατάστασή τους στην παραλία ως αποξένωση από τη φύση και τριβή με τα επουσιώδη. Οι λουόμενοι εφορμούν, καταλαμβάνουν την παραλία, κολυμπούν, παίζουν, τρώνε, λιάζονται όλη τη μέρα και, όταν ο ήλιος πέσει και στη σκιά του λόφου ξεθωριάζουν τα χρώματα, αρχίζουν σιγά-σιγά να αποσύρονται σαν ένας ηττημένος στρατός που υποχωρεί και στο πεδίο της μάχης μένει μια κομμένη σαγιονάρα, ένα ξεχασμένο καπέλο, μια φλούδα από καρπούζι, ένα άδειο μπουκάλι αντηλιακού, ίχνη περισσότερο ή λιγότερο εφήμερα από την προσδοκία μιας μέρας απόλαυσης.
Ζωή Γοδόση Επικ. Καθηγήτρια Τ.Ε.Ε.Τ. του Π.Δ.Μ.