Η σωματική σχέση του ανθρώπου με το νερό, που απαντάται σε όλους τους πολιτισμούς με ποικίλες χρηστικές και συμβολικές διαστάσεις, είναι η κύρια ιδέα της έκθεσης και αναπτύσσεται ως προς δύο άξονες που αναφέρονται στα θαλάσσια και τα ιαματικά λουτρά. Το νερό, βασικό στοιχείο για τη διατήρηση της ζωής και της ανθρώπινης υγιεινής, είναι συνδεδεμένο με τελετουργίες, όπως οι καθαρμοί στην αρχαιότητα, τα τελετουργικά λουτρά, που σχετίζονται στην αρχαία Ελλάδα με τη γέννηση, τον γάμο και τον θάνατο, αλλά και το βάπτισμα στους χριστιανικούς χρόνους. Στην Οδύσσεια (θ 462-473) η αναφορά στη σωματική απόλαυση του θερμού λουτρού στο παλάτι του Αλκίνοου είναι για τον Οδυσσέα το αντίδοτο στο ναυάγιο και την οργή της θάλασσας, όταν φτάνει στο νησί των Φαιάκων, αποτελώντας μία αντιδιαστολή ανάμεσα στον ελεγχόμενο οικείο χώρο και στην επικινδυνότητα της φύσης.
Στους νεότερους χρόνους, ήδη από τον 18ο αιώνα, τα θαλάσσια λουτρά είχαν αρχίσει να καθιερώνονται για τις θεραπευτικές τους ιδιότητες στις ευρωπαϊκές χώρες για τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Η συνήθεια αυτή μετά τα μέσα του 19ου αιώνα καταγράφηκε στους πίνακες των ιμπρεσιονιστών και μετιμπρεσιονιστών ζωγράφων, αλλά και σε εικαστικά έργα του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου (Σεζάν, Ματίς, Πικάσο), που ανακαλούν μια ευδαιμονιστική διάθεση με σκηνικό το μεσογειακό τοπίο.
Η αίσθηση της απελευθέρωσης που προσφέρει η εμβύθιση στο υγρό στοιχείο καθιστά την απεικόνιση σκηνών με λουόμενους ένα προνομιακό πεδίο μελέτης της εικόνας του σώματος στην τέχνη από τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το βλέμμα του μοντέρνου καλλιτέχνη άρχισε να επαναπροσδιορίζει τους όρους πρόσληψης του ανθρώπινου σώματος, θέτοντας υπό εξέταση το δίπολο καταστολή / χειραφέτηση και τις ιστορικές – κοινωνικές συνθήκες που τροποποιούν την παραπάνω διχοτομική διάκριση. Προφανώς το δυτικό βλέμμα ήταν περισσότερο εξοικειωμένο με την αναπαράσταση του γυναικείου σώματος σε σκηνές λουτρού και κάθαρσης –σκηνές διόλου απαλλαγμένες από ηδονοθηρικές προθέσεις στους έμφυλους όρους συγκρότησης του βλέμματος, αν θυμηθούμε, τουλάχιστον, τα οριενταλιστικά λουτρά. Ωστόσο, στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα το πεδίο των προθέσεων και των λόγων γύρω από το σώμα διευρύνεται, ενώ η αφηγηματικότητα ή ο αισθησιακός ρεαλισμός της απεικόνισης υποχωρεί, καθώς η οπτική απόλαυση δεν αποτελεί πλέον το βασικό ζητούμενο της αναπαράστασης.
Εξάλλου, σταδιακά από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η θεσμοθέτηση της θερινής άδειας οδηγεί στη μαζική επίσκεψη στην παραλία, κυρίως στα μεταπολεμικά χρόνια, όπως και στην εξοικείωση και την αποδοχή της δημόσιας έκθεσης του γυμνού σώματος. Την ίδια περίοδο οι ελληνικές παραλίες γίνονται προσφιλής τουριστικός προορισμός για τους ξένους τουρίστες και τους ντόπιους λουόμενους, που αναζητούν έστω και μιας μέρας απόλαυση κοντά στη θάλασσα.
Εξίσου δημοφιλή για ένα πιο εντοπισμένο ηλικιακά κοινό είναι τα ιαματικά λουτρά, διάσπαρτα σε λουτροπόλεις αλλά και χωριά ανά την Ελλάδα, συχνά σε νησιά και μάλιστα δίπλα στη θάλασσα. Τα θερμά λουτρά προσελκύουν άτομα της μέσης και τρίτης ηλικίας, διαμορφώνοντας μια ιδιαίτερη κοινότητα ανθρώπων που συνυπάρχουν για ένα μικρό διάστημα με σκοπό την θεραπεία παθήσεων ή και την προληπτική φροντίδα της υγείας τους.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις στο προσφυγικό ζήτημα έφεραν στο προσκήνιο μία διαφορετική διάσταση στη σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα, αναδεικνύοντας την επικινδυνότητα για αυτόν που τη διασχίζει καταδιωκόμενος και ανεφοδίαστος από τα μέσα που θα του επιτρέψουν την ασφαλή διάβαση. Η φωτογραφική καταγραφή αυτού του ιστορικού φαινομένου και ο σχολιασμός του από τους σύγχρονους καλλιτέχνες, συχνά σε ειδικές θεματικές εκθέσεις τα τελευταία χρόνια, δημιουργεί μια νέα πολιτική διάσταση στην “εικονογραφία” της θάλασσας.
Ζωή Γοδόση, Ιστορικός Τέχνης – Συραγώ Τσιάρα, Ιστορικός Τέχνης